διέφλεγε

διέφλεγε
διαφλέγω
burn up
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαφλέγω — (ΑΝ) 1. καίω εντελώς, κατακαίω 2. εξάπτω, ερεθίζω («θυμὸς αὐτοῑς παριστάμενος... διέφλεγε τὰς ψυχάς», Πλουτ., Μάριος) νεοελλ. θερμαίνω κάτι σ όλη του τη μάζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”